-
1 ἀπο-μακρύνω
ἀπο-μακρύνω, = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.
-
2 απομακρυνω
1 ἀπο-μακρύνω
ἀπο-μακρύνω, = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.
2 απομακρυνω